ἀκούονται

ἀκούονται
ἀκούω
hear
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… …   Dictionary of Greek

  • τουφέκισμα — το, ατος και ντουφέκισμα, το ατος 1. πυροβολισμός με τουφέκι, τουφεκιά: Ακούονται πολλά τουφεκίσματα. 2. θανάτωση θανατοποινίτη από το εκτελεστικό απόσπασμα, τουφεκισμός: Έγινε το τουφέκισμα του προδότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υμνωδία — η 1. ψαλμωδία: Ακούονται υμνωδίες. 2. εκκλησιαστικός ύμνος, θρησκευτικό τραγούδι: Στη Θεία Λειτουργία ακούμε υμνωδίες. 3. ορατόριο (βλ. λ.). 4. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποχθόνιος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος: Στο σεισμό ακούονται υποχθόνιοι κρότοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκούοντ' — ἀκούοντα , ἀκούω hear pres part act neut nom/voc/acc pl ἀκούοντα , ἀκούω hear pres part act masc acc sg ἀκούοντι , ἀκούω hear pres part act masc/neut dat sg ἀκούοντι , ἀκούω hear pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱κούοντο , ἀκούω hear imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”